- Βιετναμέζος
- -ααυτός που κατοικεί στο Βιέτ-Ναμ ή κατάγεται απ' αυτό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Χο Τσι Μινχ — I (1890 – 1969). Αναφέρεται και ως Xo Σι Μιν. Βιετναμέζος πολιτικός. Το πραγματικό του όνομα ήταν Νγκουγιέν Τατ Θανχ. Αρχικά εργάστηκε ως ναυτικός σε αγγλικά και γαλλικά καράβια. Ύστερα από σύντομη παραμονή στις ΗΠΑ, πήγε στο Παρίσι, όπου… … Dictionary of Greek
Άλι, Μοχάμετ — (Muhammad Ali, Λούισβιλ, Κεντάκι, ΗΠΑ 1942 –). Αμερικανός πυγμάχος, ηγετική μορφή των αφροαμερικανών στις ΗΠΑ. Βαφτίστηκε χριστιανός με το όνομα Κάσιους Κλέι (Cassius Marcellus Clay) και ασχολήθηκε από μικρός με την πυγμαχία ως μοναδικό μέσο… … Dictionary of Greek
Γκιάπ — (Giap, Aν Ξα 1911 –). Ψευδώνυμο του Βιετναμέζου στρατιωτικού και πολιτικού Bο Nγκουγιέν (Vo Nguyen). Ο Γ. καταγόταν από οικογένεια χωρικών και ως νέος υπήρξε αγωνιστικό στέλεχος στις τάξεις του κόμματος Tαν Bιέτ (Nέο Bιετνάμ). Το 1930 στα πλαίσια … Dictionary of Greek